- κτοίνα
- κτοίνα και κτοῑνα, ἡ (Α)επιγρ.1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. τής Ρόδου) υποδιαίρεση τής φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους τής Αττικής2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναιχωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίζω. Ο τ. της ροδιακής διαλέκτου (ετεροιωμένη βαθμίδα) μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τις μορφές kotona ή kotoina «μέτρο διαίρεσης τής γης», στο σύνθετο kotonooko = κτοινοόχος «ιδιοκτήτης κτοίνας» και στα παράγωγα kotoneta = κτοινέται και kotonewe = κτοινῆFες].
Dictionary of Greek. 2013.